Skip to content Skip to footer

ΤΟ ΑΛΛΟΚΟΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΚΟΣΜΟ

ΜΑΤ ΚΟΧΟΥΝ , Πρόλογος στην Ελληνική έκδοση του έργου Μάρκ Φίσερ,” Το Αλλόκοτο και το Απόκοσμο”, εκδόσεις Αντίποδες, 2023. Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

Θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά τις εκδόσεις Αντίποδες, τον μεταφραστή του έργου του Μάρκ Φίσερ,” Το Αλλόκοτο και το Απόκοσμο”, Αλέξανδρο Παπαγεωργίου και τον Matt Colquhoun. Η δική τους ευγενική παραχώρηση του κειμένου που ακολουθεί καθιστά εφικτό να μπορέσουν περίσσοτεροι αναγνώστες, και διαδικτυακά μέσα απο το site μας, να γνωρίσουν το σημαντικό Βρετανό θεωρητικό Mark Fisher.

Ο Ματ Κόχουν είναι συγγραφέας, κριτικός της μετανεωτερικότητας, εισηγητής του έργου του Μάρκ Φίσερ διεθνώς και μπλόγκερ του https://xenogothic.com/ . Σύντομα θα δημοσιευθεί συνέντευξη που έδωσε στο “Θραύσμα” όπου και αναλύει τις ιδέες του για την σύγχρονη θεωρία και παρουσιάζει τα έργα του στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο Μαρκ Φίσερ ήταν Βρετανός συγγραφέας, πολιτικός φιλόσοφος, πολιτισμικός κριτικός και μπλόγκερ, γνωστός κυρίως για το βιβλίο του Καπιταλιστικός ρεαλισμός (2009). Με αφορμή την πρόσφατη επανέκδοσή του στα αγγλικά, δημοφιλής πολιτικός σχολιαστής Άαρον Μπαστάνι σημείωσε ότι το πρώτο βιβλίο του Φίσερ είναι ίσως τo σημαντικότερο έργο πολιτικής θεωρίας που έχει εκδοθεί μέχριστιγμής στον 21ο αιώνα. 1 Η γενική θέση του βιβλίου μπορεί να συνοψιστεί σε μια διατύπωση που εμφανίζεται στις πρώτες σελίδες του, δανεισμένη από τον Φρέντρικ Τζέιμσον: «Είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού». 2

Όμως τα κείμενα του Φίσερ για το πώς μπορούμε να υπερβούμε αυτή την κεντρική πρόκληση δεν είναι τόσο μια απαισιόδοξη περιγραφή της αποτυχίας της συλλογικής μας φαντασίας όσο μια διαφωτιστική διάγνωση της
σύγχρονης κατάστασής μας· δεν δηλώνει απλώς ότι έτσι έχουν τα πράγματα, αλλά ζητά από τον αναγνώστη του να σκεφτεί γιατί φαίνεται να είναι έτσι. Όταν πρωτοεκδόθηκε, λίγο μετά το οικονομικό κραχ του 2008 και στην αυγή της
εποχής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα ερωτήματα του Φίσερ φαίνονταν εύστοχα και προφητικά, και το βιβλίο έγινε έκτοτε ένα μπεστ σέλερ έκπληξη.

Το γεγονός ότι έχει πλέον μεταφραστεί σε πάνω από δέκα γλώσσες και οι αναγνώστες του αυξάνονται διαρκώς εδώ και μιάμιση δεκαετία δείχνει ότι, όπως υποστηρίζει και ο Μπαστάνι, ο Φίσερ συνέβαλε σημαντικά στην πολιτικοποίηση των επόμενων γενεών νέων αριστερών στον αγγλοσαξονικό κόσμο, βοηθώντας τους να φωτίσουν και να αναγνωρίσουν την ιδιόμορφη φύση του ύστερου καπιταλισμού και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας για εναλλακτικούς τρόπους ζωής τόσο εντός όσο και πέρα από τους ιδεολογικούς περιορισμούς του.

Δυστυχώς, ο Φίσερ πέθανε τον Ιανουάριο του 2017, υποκύπτοντας σε μια μάχη με την κατάθλιψη για την οποία έγραφε συχνά με ειλικρίνεια και ευθύτητα, υποστηρίζοντας πάντα ότι τέτοιες καταστάσεις δεν είναι στην πραγματικότητα οι τόσο συχνές αποτυχίες
αμέτρητων μεμονωμένων ατόμων, αλλά αντίθετα ένα δομικό σύμπτωμα του ίδιου του καπιταλιστικού ρεαλισμού.

Ο αυτοκτονικός χαρακτήρας του παρόντος συστήματος, που επιμένει στον αναπόφευκτο χαρακτήρα του τη στιγμή που βρίσκεται όλο και πιο κοντά στην κλιματική και σε άλλες καταστροφές, οδηγεί αναμφίβολα σε γενική δυσφορία και κατάθλιψη όσους ζουν εντός του. Ένας λόγος παραπάνω, λοιπόν, όχι μόνο για να αναζητούμε, αλλά και για να κατασκευάζουμε ενεργητικά εναλλακτικές προς τον βαθιά άδικο τρόπο λειτουργίας του.

Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Φίσερ υπέκυψε στην κατάθλιψη, παρ’ όλα αυτά, οδήγησε τη σημερινή γενιά να διαβάσει τα έργα του με μια νέα επιτακτικότητα. Πώς γίνεται κάποιος που προσέφερε σε αμέτρητους αναγνώστες μια ανανεωμένη πολιτική αυτοπεποίθηση να έχει φαινομενικά παραιτηθεί από την επιμονή του ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός;

Αλλά αυτή είναι η θλιβερή πραγματικότητα της ψυχικής ασθένειας, και ιδίως της κατάθλιψης, η οποία συγκροτείται από μια ανορθολογική σκέψη εναντίον του εαυτού μας.Παρ’ όλα αυτά, είναι λάθος, κατά τη γνώμη του γράφοντος, να επιτρέψουμε στην αυτοκτονία του Φίσερ να επισκιάσει εντελώς το έργο του, κυρίως επειδή οι συνθήκες του θανάτου του δεν αλλάζουν σε τίποτα το γεγονός ότι υπάρχει πάρα πολλή χαρά μέσα στα διάφορα γραπτά του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Φίσερ αντιλαμβανόταν τη χαρά με έναν συγκεκριμένο
τρόπο, μέσω της φιλοσοφίας του Μπαρούχ Σπινόζα, σύμφωνα με τον οποίο η χαρά είναι ένα αίσθημα που παράγεται από την πραγμάτωση των ικανοτήτων μας –ιδίως της ικανότητάς μας για ελευθερία– και είναι σαφές ότι ο ίδιος ο Φίσερ βρήκε εκφράσεις τέτοιας χαράς σε πολλά πεδία, αλλά ίσως περισσότερο απ’ όλα στη μουσική.

Το πάθος του Φίσερ για την κουλτούρα εν γένει, πάθος ολοφάνερο στα κείμενά του, είναι μεταδοτικό και ζωογόνο, και μέσα από αυτό το απτό πάθος καταδεικνύει, με όλο τον ενθουσιασμό ενός γνήσιου «οπαδού», τον τρόπο με τον οποίο η ποπ κουλτούρα είναι πιο αποτελεσματική όταν εκφράζει την επιθυμία μας για αλλαγή και μεταμόρφωση. Γιατί o Φίσερ πίστευε ολόψυχα στο να είσαι οπαδός με αυτήν την έννοια.

Το πάθος για την κουλτούρα ήταν μια πύλη προς άλλα πάθη, πιο πολιτικά και φιλοσοφικά, και έτσι μπορούσε να χρησιμεύσει ως θεμέλιο για τη διατύπωση εναλλακτικών, ενώ η χαρά που γεννιόταν απ’ όλα αυτά γινόταν ένα όπλο ενάντια στον καπιταλιστικό ρεαλισμό. Είναι
ενδεικτικό όμως, ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ότι η ιδιότητα του οπαδού αντιμετωπίζεται με έναν ορισμένο κυνισμό στη σημερινή μας εποχή.

Όπως έγραφε ο Φίσερ στο μπλογκ του, k-punk, το 2009:
“Υπάρχει μια ιδιότυπη ντροπή στο να παραδεχτεί κανείς ότι είναι οπαδός, ίσως επειδή αυτό σημαίνει ότι έχει να κάνει με μια φαντασιωσική ταύτιση. Η «ωριμότητα» επιτάσσει να θυμόμαστε με εχθρική αποστροφή, ευγενική αμηχανία ή συμπονετική συγκατάβαση την πρώτη φορά που παρασυρθήκαμε από κάτι – όταν, στις πρώτες εξάρσεις της αφοσίωσης, προσπαθήσαμε να αντιγράψουμε το ύφος, τον τόνο [κάποιου αγαπημένου πράγματος]· όταν, δηλαδή, παρασυρθήκαμε στην ανέφικτη φιλοδοξία να γίνουμε αυτό που ο Άλλος είναι […] για μας. Αυτό είναι το μόνο είδος «αγάπης» που έχει πραγματικές φιλοσοφικές προεκτάσεις, το πάθος που είναι ικανό να μας ταρακουνήσει από το sensus communis [κοινή λογική]”. 3

Το τελευταίο βιβλίο του Φίσερ, Το αλλόκοτο και το απόκοσμο (The Weird and the Eerie), μπορεί να διαβαστεί ως μια τέτοια επιστροφή στις ρίζες ενός αναπτυσσόμενου πολιτισμικού φανατισμού. Μια επιστροφή στις αρχικές προσπάθειες του Φίσερ να καταπιαστεί δημόσια και περήφανα με εκείνο το τμήμα της κουλτούρας που χαρακτηρίζεται περισσότερο από οντολογικές εξωτερικότητες.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που επιστρέφει και αναπτύσσει περαιτέρω ορισμένες από τις πρώτες αναρτήσεις στο μπλογκ k-punk, μέσα από μια εντατική ανάγνωση της λογοτεχνίας του αλλόκοτου ως υποείδους της λογοτεχνίας του φανταστικού και του τρόμου (καθώς και άλλων μορφών της κουλτούρας) που, με την εμμονή της σε ό,τι μας γεννά ανησυχία, εξετάζει πώς θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε βαθύτερα γιατί μας γοητεύει ό,τι παραμονεύει πέρα από τα όρια της κοινής λογικής.

Ωστόσο, αυτό το έργο του Φίσερ συνδέεται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο με την περίσταση του θανάτου του. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο χρόνο της πρώτης έκδοσής του στα αγγλικά, μόλις μια εβδομάδα μετά το θάνατό του. Ως εκ τούτου, είναι πολύ εύκολο να διαγνώσει κανείς στο τελευταίο έργο του Φίσερ μια αίσθηση τρόμου που ίσως ένιωσε ο ίδιος πολύ προσωπικά. Αλλά και πάλι, αυτή η ανάγνωση είναι παραπλανητική.

Είναι προτιμότερο, αντίθετα, να εξετάσουμε το βιβλίο και την ενασχόλησή του με τον τρόμο παράλληλα με το ευρύτερο ενδιαφέρον του Φίσερ για την ψυχανάλυση και την αναμέτρησή της με την παράξενη φύση των επιθυμιών μας. Στον πυρήνα του, το Αλλόκοτο και το απόκοσμο αποτελεί μια εξερεύνηση και περαιτέρω επεξεργασία της θεωρίας του Σίγκμουντ Φρόυντ για το unheimlich –δη λαδή το ανοίκειο ή τοεξωφρενικό– την οποία ο Φίσερ αναπτύσσει συζητώντας τις δύο αλληλένδετες αισθήσεις που πιστεύει ότι χαρακτηρίζουν πολλές ανοίκειες εμπειρίες: το «αλλόκοτο» και το «απόκοσμο».

Στην εισαγωγή του βιβλίου, ο Φίσερ ορίζει αρχικά τις δύο αυτές έννοιες ως εξής: «το αλλόκοτο είναι αυτό που δεν ανήκει εδώ» (σ. 43). Είναι αυτό που «φέρνει εντός του οικείου κάτι το οποίο κανονικά βρίσκεται πέρα από εκείνο, και το οποίο είναι αδύνατον να συμφιλιωθεί με το “οικιακό” (ακόμα και ως άρνησή του)» (ό.π.). Είναι μια αίσθηση που συναντάται πιο συγκεκριμένα στις μορφές του μοντάζ, υποστηρίζει ο Φίσερ: «η σύζευξη δύο ή περισσότερων πραγμάτων που δεν ανήκουν μαζί» (ό.π.).

Το απόκοσμο, από την άλλη πλευρά, είναι αυτό που δεν βρίσκεται ξέχωρα από το οικογενειακό και το οικείο, αλλά αυτό που βρίσκεται με σαφήνεια μέσα στους χώρους που περιμένουμε να κατοικούνται.Ως εκ τούτου, βρίσκουμε συχνά το απόκοσμο «σε τοπία που έχουν εν μέρει ερημώσει από το ανθρώπινο» (σ.44), και η μερικότητα αυτής της ερήμωσης έχει μεγάλη σημασία.

Όπως συνεχίζει ο Φίσερ, «το απόκοσμο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τα ερωτήματα γύρω από την εμπρόθετη δράση» (ό.π.). Είναι μια αίσθηση που συχνά αισθάνεται κανείς όταν δεν μπορούν να προσδιοριστούν άμεσα οι αιτίες
ορισμένων γεγονότων ή διαθέσεων. Ο Φίσερ χρησιμοποιεί το παράδειγμα μιας «απόκοσμης κραυγής» – μιας εκφοράς που παράγεται από κάποιο αόρατο ον.

Θα μπορούσαμε επίσης να σκεφτούμε τα παράξενα συμβάντα που λαμβάνουν χώρα σε αμέτρητες ιστορίες φαντασμάτων, όταν άψυχα αντικείμενα σε ένα οικιακό ή απόλυτα ανθρώπινο περιβάλλον φαίνεται να κινούνται από μόνα τους ή σπρωγμένα από δυνάμεις που αντιλαμβανόμαστε ως εντελώς μη ανθρώπινες.

Η απόκοσμη διάθεση είναι, με αυτή την έννοια, εκείνη που παράγεται όταν αισθανόμαστε ότι είμαστε στο έλεος αόρατων και παρεμβατικών δυνάμεων ή όταν ερχόμαστε ξαφνικά αντιμέτωποι με τις ανακολουθίες που υπάρχουν
μέσα στη φαινομενικά περίκλειστη και σε μεγάλο βαθμό κοινή αίσθηση της πραγματικότητας.

Αυτή η ανάλυση του ανοίκειου, την οποία ο Φίσερ επιχειρεί μέσα από παθιασμένες αναγνώσεις διάφορων βιβλίων, ταινιών και μουσικών κομματιών, μπορεί να φαίνεται κάπως άσχετη με τα πιο ανοιχτά πολιτικά γραπτά του,
αλλά ήδη από την εισαγωγή του ο Φίσερ ξεκαθαρίζει με δυο λόγια τη σημασία της θέσης του για όλα όσα έχουν προηγηθεί.

Αφού ορίσει με συντομία τις έννοιές του για το αλλόκοτο και το απόκοσμο, ο Φίσερ ισχυρίζεται στη συνέχεια ότι τα ερωτήματα που γεννούν τα ανακόλουθα σημαίνοντα και οι παρεμβατικές δυνάμεις «μπορούν να τεθούν με ψυχαναλυτικούς όρους […] αλλά μπορούν επίσης να εφαρμοστούν στον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε πάνω στις δυνάμεις που ορίζουν την καπιταλιστική κοινωνία» (σ. 44).

Εστιάζοντας στις εγγενώς γοτθικές πτυχές της
μαρξιστικής θεωρίας –ο ίδιος ο Μαρξ χρησιμοποιούσε συχνά φαντάσματα, καλικάντζαρους και βαμπίρ, ή περιέγραφε το πώς η εμπορευματική μορφή είναι κι αυτή ένα είδος διαρκώς μετατοπισμένου σημαίνοντος– ο Φίσερ υποστηρίζει ότι το ίδιο το κεφάλαιο «είναι μια οντότητα απόκοσμη σε κάθε επίπεδο:

“παρότι δημιουργημένο μαγικά από το τίποτα, ασκεί μια εξουσία μεγαλύτερη από κάθε άλλη δήθεν ουσιώδη οντότητα» (ό.π.). (Και μην ξεχνάμε ότι ο Φρόυντ εξέφρασε επίσης ένα υποτυπώδες ενδιαφέρον για τον μαρξισμό στις
διαλέξεις του, δεδομένης της «σοφής υπόδειξης του Μαρξ για την αποφασιστική επιρροή που ασκούν οι οικονομικές συνθήκες των ανθρώπων στις διανοητικές, ηθικές και καλλιτεχνικές τους συμπεριφορές» – δηλαδή την επίδραση του καπιταλισμού στο ασυνείδητο και το ρόλο του στη διαμόρφωση των ανθρώπινων επιθυμιών. “4

Αν και οι αναγνώστες ενδέχεται να οδηγηθούν στο συμπέρασμα ότι πολλά από τα μετέπειτα επιχειρήματα του Φίσερ μόνο εμμέσως σχετίζονται με τον καπιταλισμό, σε αυτό το σύντομο τμήμα της εισαγωγής του Φίσερ στηρίζεται όλη η υπόλοιπη ανάλυσή του. Αξίζει να επισημάνουμε εδώ ότι το Αλλόκοτο και το απόκοσμο κατέχει –όπως και το προηγούμενο βιβλίο του, το Ghosts of My Life του 2014– μια παράδοξη θέση στη χρονολογική εξέλιξη της σκέψης του Φίσερ.

Αν και είναι το τρίτο βιβλίο που εξέδωσε ο Φίσερ, η πραγματική συνέχεια του πρώτου βιβλίου του, Καπιταλιστικός ρεαλισμός, έμεινε ημιτελής όταν πέθανε. Ο Φίσερ δεν μοιράστηκε με τους συνεργάτες του παρά μόνο ένα προσχέδιο της εισαγωγής αυτού του βιβλίου που είχε τον προσωρινό τίτλο Acid Communism, προσχέδιο που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του το 2018. 5

Γραμμένο με εντελώς διαφορετικό ύφος από αυτό το ανολοκλήρωτο έργο, το Αλλόκοτο και το απόκοσμο συγκεντρώνει και αναπτύσσει περαιτέρω μια σειρά από κείμενα που ο Φίσερ έγραψε και δημοσίευσε στο μπλογκ k-punk στα
μέσα της δεκαετίας του 2000. Ωστόσο, ενάντια σε κάθε αντίθετη υπόθεση, αυτό δεν σημαίνει ότι το βιβλίο είναι άσχετο με τις γενικότερες πολιτικές ανησυχίες του Φίσερ.

Εκείνη την εποχή, όταν πολλά από τα κεφάλαια του βιβλίου συντάσσονταν για πρώτη φορά στο διαδίκτυο, ο Φίσερ είχε ενθουσιαστεί, όπως τόσοι πολλοί στον αγγλόφωνο κόσμο, με τα γραπτά του Σλαβόι Ζίζεκ, και ιδίως με το δικό του ιδιαίτερο είδος λακανικής σκέψης που προσπαθούσε να γεφυρώσει την πολιτική θεωρία με την ψυχανάλυση. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στην αυξανόμενη δημοτικότητα και τη
δημόσια εικόνα του Ζίζεκ, αλλά και στο γεγονός ότι την εποχή εκείνη ο Φίσερ παρακολουθούσε πολλές από τις διαλέξεις του Ζίζεκ σε διάφορα βρετανικά πανεπιστήμια. 6

Θα συζητήσουμε λεπτομερέστερα στη συνέχεια την επιρροή του Ζίζεκ στον Φίσερ, αλλά αξίζει πρώτα να σημειωθεί ότι παρακολουθώντας αυτές τις διαλέξεις ο Φίσερ άρχισε να μετατοπίζεται συγκεκριμένα «προς μια αλλόκοτη ψυχανάλυση» – μια μετατόπιση που αποδίδει ευρύτερα στον Ζακ Λακάν στην εισαγωγή του Αλλόκοτου και του απόκοσμου, όπου τα σεμινάρια του Λακάν περιγράφονται ως μια στιγμή στην εξέλιξη της ψυχανάλυσης κατά την οποία «η ενόρμηση θανάτου, τα όνειρα και το ασυνείδητο αποσυνδέονται από κάθε έννοια φυσικοποίησης ή αίσθηση οικειότητας» (σ. 43). Γράφοντας στο k-punk το 2007, ο Φίσερ διατυπώνει με μεγαλύτερη σαφήνεια τι ακριβώς
έκανε αυτή τη στιγμή τόσο αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα για τον ίδιο:

“Η ψυχανάλυση που έχει ως αντικείμενο μελέτης και θεραπείας εκείνα τα «ακατανόμαστα, σκοτεινά και μυστήρια πράγματα» που έρχονται «ενάντια σε κάθε φυσική επιθυμία και πόθο», μπορεί να τοποθετηθεί –και συνήθως τοποθετείται– στη σφαίρα του ανοίκειου. Το σπουδαίο δοκίμιο του Φρόυντ για το ανοίκειο –με όλες τις αμφιθυμίες, τις επαναλήψεις και τα βιαστικά του συμπεράσματα– παραμένει η πιο ισχυρή θεωρητική ανάλυση για το ανοίκειο. Το πεδίο της ψυχανάλυσης μπορεί να θεωρηθεί ως ο τόπος του unheimlich ή του μη οικείου, του αποξενωμένου οικείου/οικογενειακού. Δεν μπορεί όμως άραγε το ασυνείδητο να θεωρηθεί επίσης Αλλόκοτο, με την ψυχανάλυση να αποτελεί το κατώφλι προς τον ξένο κόσμο του;” 7

Αυτό στο οποίο αναφέρεται εδώ ο Φίσερ είναι ίσως ό,τι ο ίδιος ο Φρόυντ περιέγραφε ως τη μεγάλη ταπείνωση που συνιστά η ανάδυση της ψυχανάλυσης ως νέου πεδίου επιστημονικής έρευνας. Στις Εισαγωγικές διαλέξεις για την ψυχανάλυση, ο Φρόυντ, ακολουθώντας τον Κοπέρνικο –ο οποίος πρώτος κατέδειξε πως «η γη μας δεν ήταν το κέντρο του σύμπαντος αλλά μόνο ένα μικροσκοπικό κομμάτι ενός συμπαντικού συστήματος, την απεραντοσύνη του οποίου μετά βίας μπορεί να συλλάβει η φαντασία μας»– και τον Δαρβίνο –του οποίου «η βιολογική έρευνα κατέστρεψε την υποτιθέμενη προνομιακή θέση του ανθρώπου μέσα στη δημιουργία και απέδειξε την καταγωγή του από το ζωικό βασίλειο και τη βαθιά ριζωμένη ζωική του φύση»– υποστηρίζει ότι η ψυχανάλυση επιφέρει στην ανθρωπότητα ένα «τρίτο και πιο καίριο πλήγμα», αποδεικνύοντας «στο Εγώ ότι δεν είναι καν κύριος στο ίδιο του το σπίτι, αλλά πρέπει να αρκεστεί σε πενιχρές πληροφορίες για το τι συμβαίνει ασυνείδητα στο μυαλό του». 8

Η ίδια η θεωρητική σύλληψη του ασυνείδητου, υπό αυτή την έννοια, αποσταθεροποιεί τη συνοχή του σκεπτόμενου υποκειμένου, που συνειδητοποιεί ότι υπάρχει ένα άγνωστο τεταρτημόριο του ανθρώπινου νου που λειτουργεί στο παρασκήνιο και έχει τη δύναμη να διαταράσσει την ικανότητα του ορθού λόγου. Πρόκειται για μια αποπροσανατολιστική συνειδητοποίηση που φέρνει στο νου ένα από τα πιο διάσημα αποσπάσματα της λογοτεχνίας
του αλλόκοτου – τις πρώτες γραμμές του διηγήματος Το κάλεσμα του Κθούλου του Χ. Φ. Λάβκραφτ (1928):

“Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία στον κόσμο, πιστεύω, απ’ την ανικανότητα του ανθρώπινου νου να συσχετίσει όλα του τα περιεχόμενα το ένα με το άλλο. Ζούμε σε μια γαλήνια νησίδα άγνοιας, στη μέση των μαύρων ωκεανών του απείρου, και δεν είμαστε φτιαγμένοι για μακρινά ταξίδια. Οι επιστήμες, καθώς τραβά η καθεμιά προς τη δική της κατεύθυνση, δεν έχουν ακόμα προξενήσει μεγάλα δεινά στην ανθρωπότητα· κάποια μέρα όμως η συναρμογή αυτών των κατακερματισμένων γνώσεων θ’ αποκαλύψει τόσο αποτρόπαιες όψεις της πραγματικότητας και της περιδεούς μας θέσης μέσα σε αυτήν, που είτε θα παραφρονήσουμε είτε θα δραπετεύσουμε απ’ το θανάσιμο φως για να βρούμε καταφύγιο στην ηρεμία και στην ασφάλεια ενός νέου σκοτεινού μεσαίωνα.” 9

Υπάρχει φυσικά εδώ μια αντίφαση. Η ειρωνική φύση της ψυχανάλυσης, τουλάχιστον αν θέλουμε να συναγάγουμε κάποιο συμπέρασμα από την προειδοποίηση του Λάβκραφτ προς τους περίεργους, είναι ότι η προσκόλληση σ’
αυτή τη θεωρία, η οποία εκλαμβάνεται ως θεραπεία για την ίδια την τρέλα, ίσως είναι συγχρόνως ακριβώς αυτό που μας οδηγεί στην τρέλα. Ίσως εξαιτίας αυτού του διπλού δεσμού να έχουμε ταξιδέψει ήδη τόσο μακριά και συνεχίζουμε να ταξιδεύουμε.

Κι όμως, ενάντια στις υπεκφυγές του Λάβκραφτ, οφείλουμε να ταξιδέψουμε ακόμη μακρύτερα. Παρότι ο Φίσερ ξεκινά το Αλλόκοτο και το απόκοσμο με ένα δοκίμιο για τις αλλόκοτες ιστορίες του Λάβκραφτ, το κεφάλαιο αυτό χρησιμεύει απλώς ως αρνητικό θεμέλιο για όλα όσα θα ακολουθήσουν. Ο Λάβκραφτ είναι, φυσικά, μια πολύ αμφιλεγόμενη φιγούρα σήμερα. Η έφεσή του στον ρατσισμό, πάνω απ’ όλα, τον καθιστά έναν συγγραφέα που τρομάζει πολλούς αναγνώστες για τους λάθος λόγους.

Όμως ο Φίσερ υποστηρίζει ότι είμαστε απολύτως σε θέση να σκεφτούμε «Έξω» από τις σημερινές πραγματικότητες και τις ιδεολογίες της κοινής λογικής που τις συγκροτούν, μετρόπους που θα είναι για μας πιο ωφέλιμοι. Σε ό,τι αφορά τις ιστορίες του Λάβκραφτ ειδικότερα, το ερώτημα του Φίσερ διατυπώνεται ως εξής: «κι αν ο καλύτερος τρόπος για να αξιοποιήσουμε τον Λάβκραφτ δεν είναι να αντιστρέψουμε τη λιβιδινική πολικότητα των κειμένων του, έτσι ώστε το γλοιώδες και το πολλαπλό να θεωρείται επιθυμητό και όχι απεχθές […]; Αν αντίθετα ο τρόμος του Λάβκραφτ για το σώμα και το χάος είναι αυτό που περικλείει τις μεγαλύτερες πολιτικές δυνατότητες στην τρέχουσα συγκυρία;» 10

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι, όπως οι φυλετικοποιημένοι άλλοι που κατοικούν στις ιστορίες του Λάβκραφτ, οι καταπιεσμένες και υποδουλωμένες μάζες είναι εκείνες που είναι πιο πρόθυμες να υπερβούν τα όρια της παραδεδομένης σοφίας και γνώσης. Στην πραγματικότητα, κάθε χειραφετητική πολιτική πρέπει αναπόφευκτα να αναμετρηθεί με μια τρέλα που η ίδια δημιούργησε, σκεπτόμενη ενάντια στη λεγόμενη κοινή λογική.

Ωστόσο, «στόχος μου δεν είναι να υποστηρίξω ότι το έξω είναι πάντα ωφέλιμο», γράφει ο Φίσερ. «Δεν είναι αμελητέος ο τρόμος που μας περιμένει εκεί. Αλλά ο τρόμος δεν είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει εκεί έξω» (σ. 40). Η υπόρρητη θέση εδώ είναι ότι πρέπει να αντισταθούμε πάση θυσία σε αυτό που ο Φίσερ αποκαλεί αλλού «αντιδραστικό μοντερνισμό» του Λάβκραφτ. 11 Το γεγονός ότι ο Λάβκραφτ παραμένει σήμερα μια ενδιαφέρουσα μορφή οφείλεται ακριβώς στο ότι λειτουργεί ως μοντερνιστής συγγραφέας που γράφει ωστόσο ενάντια στις συνέπειες του ίδιου του μοντερνισμού, και είναι η επίγνωση αυτής της αντίφασης που καθιστά πολλά από τα έργα του παραγωγικά και για μας, ακριβώς επειδή η ξενοφοβία του –ο φόβος του για το έξω– αντανακλά γενικότερα τη «φρενήρη στασιμότητα» της μεταμοντέρνας συνθήκης μας. Όπως γράφει ο Φίσερ στο k-punk, αν και ο
Λάβκραφτ «ήταν καταστατικά ανίκανος να αποκηρύξει» την πρωτοπορία, εντέλει τα γραπτά του «μολύνθηκαν θανάσιμα από αυτήν, βρέθηκαν εμπλεγμένα σε αυτήν», φαινόμενο πολύ συχνό στον ίδιο τον καπιταλιστικό ρεαλισμό.12

Η νεωτερικότητα, αντιληπτή όχι απλώς ως μια χρονική περίοδος αλλά ως μια μηχανική διαδικασία καθ’ εαυτήν, γίνεται εντέλει μια ακόμη αόρατη δύναμη που μας οδηγεί σε τρομακτικά άγνωστα εδάφη, και ο Λάβκραφτ δείχνει, έστω και αρνητικά, ότι πρέπει να είμαστε σε επαγρύπνηση, γιατί ο μοντερνισμός μπορεί, με τη σειρά του, να καταληφθεί από πιο αντιδραστικές δυνάμεις.

Το έργο μας δεν είναι καθόλου απλό. «Μπορούμε να νικήσουμε μόνο αν επανοικειοποιηθούμε τον εκμοντερνισμό», επιμένει ο Φίσερ. 13 Αυτό ήταν ένα πρόβλημα που συζητήθηκε ευρύτερα στα μέσα της δεκαετίας του 2000, τόσο εντός όσο και εκτός των διαφόρων διαλέξεων του Ζίζεκ. Ο Φίσερ οφείλει πολλά στις σκέψεις του Γκράχαμ Χάρμαν επί του θέματος, οι οποίες δημοσιεύτηκαν αργότερα στο βιβλίο του Weird
Realism: Lovecraft and Philosophy (2012). Στην εισαγωγή του βιβλίου ο Χάρμαν γράφει: «Μια από τις σημαντικότερες αποφάσεις που παίρνουν οι φιλόσοφοι αφορά την παραγωγή ή την καταστροφή των κενών στο σύμπαν». 14

Και συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι «εφόσον εκείνοι που καταστρέφουν τα κενά διαλύοντάς τα σε μία και μόνη αρχή αποκαλούνται γενικά αναγωγιστές, ας επινοήσουμε τη λέξη παραγωγιστές για να περιγράψουμε τους φιλοσόφους που βρίσκουν στον κόσμο νέα κενά εκεί που προηγουμένως δεν υπήρχαν» – και για τον Χάρμαν, ο Χ. Φ. Λάβκραφτ είναι ίσως ο πιο «παραγωγιστής συγγραφέας» του μοντερνισμού, αφού «κανένας άλλος δεν στοχάζεται τόσο βαθιά το κενό ανάμεσα στα αντικείμενα και την ικανότητα της γλώσσας να τα περιγράφει, ή ανάμεσα στα αντικείμενα και στις ιδιότητές τους». 15 (Ο Φίσερ ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με αυτή την ιδέα που διοργάνωσε ένα συμπόσιο με τίτλο «Αλλόκοτος ρεαλισμός» στο Γκόλντσμιθς του Πανεπιστημίου του Λονδίνου το 2007, στο οποίο προσκλήθηκαν αρκετοί στοχαστές για να σχολιάσουν τις ιδέες του Χάρμαν.) 16

Γράφοντας εκτενώς για τον Λάβκραφτ και άλλους τέτοιους παραγωγιστές στο μπλογκ του και στα επόμενα βιβλία του, ο Φίσερ καταφεύγει, προκειμένου να περιγράψει αυτά τα αλλόκοτα και απόκοσμα κενά στην κατανόηση του κόσμου μας, στους φιλοσοφικούς και ψυχαναλυτικούς όρους του Ζακ Λακάν, τα έργα του οποίου ρίχνουν τη σκιά τους πάνω στο Αλλόκοτο και το απόκοσμο. Ο Φίσερ υποστηρίζει ότι μπορούμε να κατανοήσουμε τη σκέψη του Λακάν, ίσως του πιο σημαντικού ψυχαναλυτή του 20ού αιώνα μετά τον Φρόυντ, ως «την εκδίκηση του Αλλόκοτου απέναντι στην τάση του Φρόυντ προς την οικειότητα». 17

Μια συνήθης κριτική του έργου του Φρόυντ στον 20ό αιώνα είναι πράγματι ότι είναι υπερβολικά προσκολλημένο σε μια εκδοχή κοινής λογικής, καθώς η κατανόηση της ψυχικής ασθένειας από τον Φρόυντ επιστρατεύεται για να διορθωθεί κάθε παρέκκλιση από το μονοπάτι μιας προκαθορισμένης ορθολογικότητας και μιας ιδεολογικής κατανόησης της «φυσιολογικής» συμπεριφοράς.

Αυτό είναι πιο εμφανές στη φροϋδική εννοιολόγηση του οιδιπόδειου συμπλέγματος, η οποία αντιπαρατίθεται στις πρώιμες συμπεριφορικές αποκλίσεις που βιώνουν όλοι, αλλά οι οποίες απειλούν ωστόσο τη θεμελιώδη λειτουργία της οικογένειας ως αναπόσπαστου μέρους της κοινωνίας και των μηχανισμών ενσωμάτωσής της – καθιστώντας έτσι πιθανώς την αντίληψη του Φρόυντ για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα ένα παράδειγμα «αντιδραστικού μοντερνισμού».

Φιλόσοφοι όπως ο Ζιλ Ντελέζ και ο Φελίξ Γκουαταρί, οι οποίοι επίσης επηρέασαν βαθύτατα τον Φίσερ, αμφισβήτησαν
αυτή τη θεωρητική βάση ως θεμελιωδώς αντιδραστική από αυτήν την άποψη, και έτσι αρκετοί αναλυτές και θεωρητικοί του 20ού αιώνα ανέλαβαν να απελευθερώσουν την ψυχανάλυση από τις ίδιες τις καταπιεστικές της τάσεις.

Ένας τρόπος για να γίνει αυτό, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Ντελέζ, είναι να αγκαλιάζουμε να αποφεύγουμε τις στιγμές της αλλόκοτης και απόκοσμης εισβολής. Αυτό είναι ιδιαιτέρως αναγκαίο για τη φιλοσοφία, και δεν είναι ίσως τυχαίο ότι πολλοί από τους χαρακτήρες του Λάβκραφτ είναι ερευνητές, ντετέκτιβ και ακαδημαϊκοί, οι οποίοι διαπιστώνουν ότι η ίδια τους η περιέργεια είναι η αιτία της καταστροφής τους.

Όπως όμως έχει υποστηρίξει πιο πρόσφατα ο Τζόσουα Ρέιμι, «η δύναμη της σκέψης, για τον Ντελέζ» –που επίσης αναφέρεται στη λογοτεχνία του αλλόκοτου στα κείμενά του– «συνίσταται σε ένα είδος μυητικής δοκιμασίας», μέσω της οποίας «ο εαυτός καταβυθίζεται σε στιγμές του ανοίκειου, όπου αποκαλύπτεται μια εκπληκτική και γοητευτική πολυπλοκότητα της φύσης και του ψυχισμού». 18 Ο Ντελέζ εντοπίζει μια τέτοια μύηση στη λαϊκή κουλτούρα στα έργα του Λιούις Κάρολ, ιδίως στις Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των θαυμάτων – έργα που περιέχουν «υπέροχες,
καινοφανείς εσωτερικευμένες λέξεις· πλέγματα, κώδικες και αποκωδικοποιήσεις· σχέδια και φωτογραφίες· ένα βαθιά ψυχαναλυτικό περιεχόμενο· κι έναν παραδειγματικό λογικό και γλωσσολογικό φορμαλισμό». 19

Πρόκειται για έργα που προσφέρουν στην Αλίκη, και στον αναγνώστη, μια «ικανότητα να αποφεύγει το παρόν», μια ικανότητα να ταπεινώνει την κοινή λογική και να αποκτά πρόσβαση στον παράξενο κόσμο που υπάρχει έξω από αυτήν, μέσω ενός
γλωσσικού παιχνιδιού που κατά τα άλλα χρησιμοποιείται για να μας προσδέσει σε μια αίσθηση της πραγματικότητας που ενδεχομένως δεν είναι η δική μας. 20

Ο Λακάν έκανε πολλές τέτοιες προσπάθειες να αποσαφηνίσει αυτή την ικανότητα της γλώσσας, χρησιμοποιώντας την ψυχανάλυση για να διερωτηθεί πιο καθαρά για τους τρόπους με τους οποίους κάθε υποκειμενικότητα δομείται από τη γλώσσα, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως προστασία ενάντια στις μηχανορραφίες του Έξω, αλλά μπορεί επίσης να μας κάνει πιο ευάλωτους σε εξωτερικές εισβολές. 21 Πράγματι, ο Λακάν υποστήριξε ότι «η ίδια η εμπειρία που εγκαινιάστηκε από την ψυχανάλυση» είναι αυτή που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τα μέσα με τα οποία «το συμβολικό καταλαμβάνει ακόμη και τις βαθύτερες εσοχές του ανθρώπινου οργανισμού». 22

Το συμβολικό, για τον Λακάν, είναι εκείνη η περιοχή του ασυνείδητου που δομείται από τη γλώσσα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη,
και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού έτσι μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε τις υπόρρητες συνδέσεις και τις συνδηλώσεις ανάμεσα στο περιεχόμενο των σημείων και στην ικανότητά τους να σημαίνουν.

Προσαρμόζοντας την τριμερή θεωρία του ίδιου του Φρόυντ για τη δομή του ασυνείδητου –στην οποία ο Φρόυντ αποδίδει τις έννοιες του Αυτό, του Εγώ και του Υπερεγώ– ο Λακάν προσφέρει έναν ευρύτερο δομικό μηχανισμό, ο οποίος συνδέει τον ατομικό νου με τα κοινωνικοπολιτισμικά, αλλά και τα πιο σαφώς «μη ανθρώπινα», συγκείμενά του. Εκτός από τη συμβολική τάξη, η οποία δομείται μέσα από τη σχέση της με τη γλώσσα, υπάρχει επίσης η φαντασιακή τάξη –μια προγλωσσική τάξη που δομείται μέσα από πιο αρχέγονες ταυτίσεις– και το Πραγματικό – εκείνη η απόκοσμη ζώνη που υπάρχει πίσω από το συμβολικό και το φαντασιακό, και στην οποία δεν έχουμε άμεση πρόσβαση.

Ο Φίσερ αναφερόταν συχνά σε αυτές τις λακανικές έννοιες σε όλα τα έργα του, με το Πραγματικό, ειδικότερα, να του προκαλεί το ενδιαφέρον για τη θέση που κατέχει πίσω από μια πραγματικότητα της κοινής λογικής, η οποία καλύπτεται σήμερα από τα συμβολικά και φαντασιακά στρατηγήματα της καπιταλιστικής ιδεολογίας. Όπως γράφει στον Καπιταλιστικό ρεαλισμό:

“Για τον Λακάν, το Πραγματικό είναι αυτό που οποιαδήποτε «πραγματικότητα» πρέπει να απωθήσει· όντως, η πραγματικότητα συγκροτεί τον εαυτό της ακριβώς μέσω αυτής της απώθησης. Το Πραγματικό είναι ένα μη
αναπαραστάσιμο Χ, ένα τραυματικό κενό που μετά βίας διακρίνεται μέσα στα θραύσματα και τις ασυνέπειες του πεδίου της φαινομενικής πραγματικότητας. Κατά συνέπεια, μια στρατηγική ενάντια στον καπιταλιστικό ρεαλισμό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την επίκληση στα Πραγματικά που βρίσκονται πίσω από την πραγματικότητα που μας παρουσιάζει ο καπιταλισμός.” 23

Ένας τρόπος να θέσουμε σε εφαρμογή μια τέτοια στρατηγική είναι μέσω του συμβολικού, το οποίο προβάλλει στο Πραγματικό μια ψευδαισθητική δομή. Το συμβολικό είναι εκείνη η περιοχή του ασυνείδητου νου που προσδίδει
στα πράγματα που συναντάμε μια ουσιαστική σημασία. Αλλά αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό από αυτή την άποψη στο επιχείρημα του Λακάν (όπως και του Φίσερ) είναι ότι η συμβολική τάξη είναι αυτή που «καθιστά δυνατή την ίδια την ύπαρξη της μυθοπλασίας». 24 Ο Φίσερ παίρνει πολύ σοβαρά αυτή την πρόκληση, όπως άλλωστε έκανε πάντα.

Στο k-punk υποστηρίζει ότι η εννοιολόγηση του συμβολικού από τον Λακάν τον οδηγεί σε μία από τις «πιο αφοριστικές και προκλητικές διατυπώσεις του: “η αλήθεια έχει τη δομή της μυθοπλασίας”». 25 Αν και για άλλη μια φορά συζητά αυτή τη διατύπωση στο πλαίσιο μιας από τις διαλέξεις του Ζίζεκ, η φράση αυτή αναμφίβολα ερέθισε τον Φίσερ, καθώς απηχούσε τα ενδιαφέροντά του ως υποψήφιου διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ στα τέλη της δεκαετίας του ’90.

Όσο έγραφε τη διατριβή του –στην οποία επίσης διερευνούσε την εμφάνιση του ανοίκειου σε έργα επιστημονικής φαντασίας– ο Φίσερ συμμετείχε στη Μονάδα Έρευνας της Κυβερνητικής Κουλτούρας (Cybernetic Culture
Research Unit – CCRU
). 26 Παρά το κάπως επίσημο όνομά της, η ομάδα ήταν μια σαφώς παρα-ακαδημαϊκή συνάθροιση «αποστατών ακαδημαϊκών», οι οποίοι επεδίωκαν τόσο να διερευνήσουν όσο και να παραγάγουν
μυθολογίες από και για το πρώιμο διαδίκτυο –δηλαδή νέες μυθοπλασίες–, οι οποίες ενδεχομένως ανταγωνίζονται το μύθο του Κθούλου του Λάβκραφτ, τους «Μεγάλους Παλαιούς» του, τόσο ως προς το εύρος τους όσο και ως προς τη σύγχρονη πολιτιστική επιρροή τους. Έχοντας το μύθο του Λάβκραφτ σταθερά κατά νου, το CCRU ανέπτυξε ένα
τερατολόγιο συμβολικών και απόκοσμων οντοτήτων, το οποίο προσέφερε μια φευγαλέα μορφή σε πολλές από τις απρόσωπες δυνάμεις που μας έλεγχαν από καιρό και οι οποίες έβρισκαν νέους τρόπους έκφρασης στη νέα τεχνολογική εποχή μας.

CCRU , Urbanomic editions

Ανάμεσα στην πληθώρα εννοιών και οντοτήτων που απέκτησαν θεωρητική υπόσταση εκείνη την εποχή είναι και η ιδέα της «υπερδαιμονίας» (hyperstition). Ένα λογοπαίγνιο με τη λέξη «δεισιδαιμονία» (superstition) –την ανορθολογική τάση μας να πιστεύουμε σε στιγμές μη αιτιακής σύμπτωσης–η υπερδαιμονία ορίζεται ως ένα στοιχείο «μιας επιδραστικής κουλτούρας που καθιστά τον εαυτό της πραγματικό». 27 Το ερώτημα επομένως για το CCRU γίνεται: πώς μπορούν οι πολιτισμικές σπουδές και η φιλοσοφία –οι οποίες μπορούν, όπως και η επιστημονική φαντασία, να παροξύνουν ορισμένες ιδιότητες του παρόντος μέσα από τις αναλύσεις τους για τα πολιτισμικά τεχνουργήματα– να καταστήσουν επίσης ορισμένα μέλλοντα όχι απλώς πολιτισμικά σημαντικά αλλά αληθινά και πραγματικά; Πέρα από τους κυβερνογοτθικούς τρόπους έκφρασης του CCRU, οι υπερδαιμονίες μπορούν κι αυτές να κατανοηθούν με λακανικούς όρους. Αν «η αλήθεια έχει τη δομή της μυθοπλασίας», τότε τι χρειάζεται η μυθοπλασία για να αποκτήσει τη δομή της αλήθειας;

Γνωρίζουμε ήδη ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό – ο καπιταλιστικός ρεαλισμός το αποδεικνύει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, και σε άμεση σχέση με το σύνολο του έργου του Φίσερ, θα μπορούσαμε
να αναρωτηθούμε: τι χρειάζεται για να πραγματωθούν οι φαινομενικά αδύνατες «μυθοπλασίες» των εναλλακτικών προς τον καπιταλισμό;

Στην προαναφερθείσα δημοσίευση στο μπλογκ του το 2005, ο Φίσερ θέτει ευθέως αυτό
το ερώτημα. Γράφοντας για μια συζήτηση που έγινε στο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου μεταξύ του Σλαβόι Ζίζεκ και του Αλέν Μπαντιού, ο Φίσερ συνοψίζει το χάσμα της συζήτησής τους ως εξής: «Για τον Μπαντιού, η
πρόκληση ήταν η παραγωγή νέων μυθοπλασιών. Για τον Ζίζεκ, το πρόβλημα ήταν η διαφυγή από τις ήδη λειτουργικές μυθοπλασίες του Κεφαλαίου». 28

Αυτά τα δύο ερωτήματα επρόκειτο να απασχολήσουν τον Φίσερ για το υπόλοιπο της ζωής του, και στο Αλλόκοτο και το απόκοσμο πραγματεύεται μυριάδες μυθοπλασίες που υπάρχουν κάπου στο ενδιάμεσο. Όμως ο Φίσερ ήλπιζε ότι αργά ή γρήγορα η παραγωγή νέων μυθοπλασιών,όπως είχε διερευνηθεί από το CCRU, θα ερχόταν σε σύγκρουση με τις ήδη λειτουργικές μυθοπλασίες του καπιταλιστικού ρεαλισμού.Ανάμεσα σε αυτά τα δύο, βρίσκουμε μια άμεση προβληματοποίηση των επιθυμιών μας.

Όπως υποστήριζε ο Φίσερ στις τελευταίες του διαλέξεις στο Γκόλντσμιθς του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στα τέλη του 2016, το κεντρικό πρόβλημα κάθε χειραφετητικής πολιτικήςφιλοσοφίας που αξίζει τον κόπο είναι η ενεργητική διερώτηση πάνω στις ίδιες τις επιθυμίες μας. 29 Θέλουμε όντως αυτό που λέμε ότι θέλουμε; Κι αν θέλαμε άλλα πράγματα; Όπως υποστηρίζει ο Φίσερ, όντως θέλουμε άλλα πράγματα, προφανώς – άλλους εαυτούς, άλλες πολιτικές πραγματικότητες, άλλους κόσμους.

Αν και ο καπιταλισμός επιχειρεί να επανακεφαλαιοποιήσει τις αποκλίνουσες επιθυμίες μας όποτε αυτές αναδύονται, αναγκάζοντας το σύστημα να προσαρμόζεται και να καλύπτει τα κενά στο ιδεολογικό του οικοδόμημα, το συμπέρασμα είναι ακριβώς ότι, παρά τη βεβαιότητα του καπιταλισμού για το
αντίθετο, δεν κατέχει το μονοπώλιο των επιθυμιών μας. Αυτό είναι σημαντικό.

Όπως γράφει ο Φίσερ: «Εν μέρει αυτό που διακυβεύεται εδώ […] είναι η ιδέα ότι το ασυνείδητο δεν μπορεί να πει ψέματα» – ένα επιχείρημα που, «στο απλούστερο επίπεδο», δεν είναι παρά η επανάληψη ενός από «τα παλαιότερα και γνωστότερα μαθήματα της
ψυχανάλυσης: τα γλωσσικά ολισθήματα, τα όνειρα, τα συμπτώματα μας δίνουν πρόσβαση σε μια αλήθεια στην οποία δεν μπορούμε να έχουμε άμεση πρόσβαση». 30

Τι θα έπρεπε να γίνει ώστε οι ασυνείδητες επιθυμίες μας –οι οποίες συχνά διαφέρουν σημαντικά από τον καπιταλιστικό ρεαλισμό αλλά αδυνατούν να πραγματοποιηθούν λόγω των λιβιδινικών περιορισμών του– να ξεφύγουν από το επίπεδο των ευσεβών πόθων και να γίνουν αντιθέτως οξυδερκή πολιτικά αιτήματα; Σε μια επόμενη δημοσίευση σχετικά με την ίδια συζήτηση μεταξύ Ζίζεκ και Μπαντιού, ο Φίσερ προσφέρει ίσως την πιο συμπυκνωμένη
και συγκροτημένη απάντηση που είναι σε θέση να δώσει πάνω σε αυτά τα ερωτήματα, διευκρινίζοντας τι είναι αυτό που απαιτείται από κάθε χειραφετητικό και εμφατικά λιβιδινικό πολιτικό σχέδιο το οποίο φιλοδοξεί να ξεπεράσει τον καπιταλιστικό ρεαλισμό:

“Η πρώτη υπόθεση που θα μπορούσαμε να αποτολμήσουμε είναι ότι, παραδόξως, μόνο οι μυθοπλασίες είναι ικανές να γεννήσουν πίστη. «Η τελική πίστη πρέπει να είναι σε ένα μύθο», ανέφερε ο Μπαντιού παραθέτοντας τον Γουάλας
Στήβενς. Η πίστη που διακυβεύεται δεν είναι προφανώς μια προτασιακή αλλά μια συμπεριφορική πίστη. Δηλαδή, δεν είναι η πίστη ότι μια συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων ισχύει, αλλά η πίστη ως σύνολο δεσμεύσεων. Δεύτερον, αφού ο καπιταλισμός είναι ο ίδιος εγγενώς μυθοπλαστικός, είναι αναγκαίο να παραχθούν αντικαπιταλιστικές μυθοπλασίες.

Η μυθοπλασία εδώ δεν θα σήμαινε μια «φαντασιακή» (με τη λακανική ή οποιαδήποτε άλλη έννοια) εναλλακτική, αλλά μια ήδη λειτουργική γεννήτρια δυνατοτήτων. Η μυθοπλασία εξασφαλίζει ότι τα πράγματα δεν περιορίζονται στην ταύτιση με τον εαυτό τους. Το κεφάλαιο είναι η πιο αποτελεσματική μαγεία που λειτουργεί αυτή τη στιγμή στον πλανήτη, επειδή είναι ικανό να μετατρέπει τα κοινότοπα αντικείμενα σε […] υψηλά μυστηριώδη
εμπορεύματα. Μετουσίωση. Η γοητεία του εμπορεύματος πηγάζει από τη μη σύμπτωση του αντικειμένου με τον εαυτό του […]. Ο αντικαπιταλισμός πρέπει να πάρει τη μορφή όχι μόνο μιας απομυθοποιητικής, καταθλιπτικής απομετουσίωσης αλλά και της παραγωγής εναλλακτικών τρόπων μετουσίωσης.” 31

Στο Αλλόκοτο και το απόκοσμο ο Φίσερ θέτει το πολιτισμικό υπόβαθρο για αυτές τις πολιτικές υποθέσεις. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο οι παρατηρήσεις του θα μπορούσαν να εφαρμοστούν πρακτικά και να πραγματοποιηθούν δεν είναι απολύτως σαφής. Ίσως κάτι τέτοιο επρόκειτο να ακολουθήσει στο ημιτελές έργο του, Acid Communism. Παρ’ όλα αυτά, μέσα από την ενασχόλησή του με τις διάφορες «μυθοπλασίες» των Λάβκραφτ, Χ. Τζ. Γουέλς, The Fall, Τιμ Πάουερς, Φίλιπ Κ. Ντικ, Ντέιβιντ Λυντς, Δάφνη Ντι Μωριέ, Κρίστοφερ Πριστ, Μ. Ρ. Τζέιμς, Μπράιαν Ίνο, Νάιτζελ Νιλ,
Άλαν Γκάρνερ, Μάργκαρετ Άτγουντ, Τζόναθαν Γκλέιζερ, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Αντρέι Ταρκόφσκι, Κρίστοφερ Νόλαν και Τζόαν Λίντσεϊ, ο Φίσερ καταδεικνύει πως κατέχουμε ήδη πάρα πολλές λειτουργικές γεννήτριες δυνατοτήτων μέσα από τις αλλόκοτες μυθοπλασίες κάθε είδους. Συχνά καταφεύγοντας στο φανταστικό, αυτοί οι συγγραφείς, μουσικοί και κινηματογραφιστές προκαλούν όλοι τους το συλλογικό μας ασυνείδητο, το οποίο, όπως υποστήριξε ο Φίσερ, δεν λέει ποτέ ψέματα.

Ορισμένοι αναγνώστες μπορεί να απογοητευτούν (και άλλοι για τον ίδιο λόγο να είναι ευγνώμονες) από το γεγονός ότι η θεωρητική έκθεση που επιχειρήσαμε εδώ –προσπαθώντας ομολογουμένως να καλύψουμε πολλά σε ένα αναγκαστικά σύντομο κείμενο– απουσιάζει από το ίδιο το κείμενο του Φίσερ. Πολλοί έχουν περιγράψει το Αλλόκοτο
και το απόκοσμο με τους ίδιους όρους που χρησιμοποίησε ο Φίσερ για να περιγράψει το δοκίμιο του Φρόυντ για το unheimlich: είναι γεμάτο από «αμφιθυμίες», «επαναλήψεις» και «υπερβολικά βιαστικά συμπεράσματα».

Κάποιοι υποστήριξαν ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κατάθλιψη του Φίσερ τον έκανε απρόθυμο να εμπλακεί με τους προβλεπόμενους τυπικούς όρους στη διαδικασία της επιμέλειας πριν από τη δημοσίευση, με αποτέλεσμα να αρνείται βελτιώσεις και διευκρινίσεις που άλλοι θεωρούσαν απαραίτητες για το κείμενο. Όμως μιλώντας προσωπικά, και διαβάζοντας το έργο του Φίσερ με την αρμόζουσα γενναιοδωρία, αν αυτό καθιστά το τελευταίο βιβλίο του Φίσερ μια
ιδιαίτερα αλλόκοτη προσθήκη στο έργο του, τότε του προσδίδει επίσης μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Σ’ αυτό το τελευταίο του έργο, ο Φίσερ επιχειρεί να ανοίξει διάφορες πύλες, ελπίζοντας ότι θα οδηγήσουν τον αναγνώστη στα διάφορα «έξω» του κειμένου. Οι φευγαλέες αναφορές του στη λακανική θεωρία, ειδικότερα, ανοίγουν το δρόμο για τη μύηση σε έργα πολύ πιο πυκνά και πολύπλοκα από τα δικά του. Αυτό ήταν πάντα, κατά τη γνώμη μου, το δυνατότερο σημείο του έργου του Φίσερ. Όπως και ο ίδιος ο Καπιταλιστικός ρεαλισμός –ένα εκπληκτικά
σύντομο και προσιτό βιβλίο, που ωστόσο είναι γεμάτο νύξεις και αναφορές σε πολύ πιο δύσκολα έργα φιλοσοφίας και πολιτικής θεωρίας– λειτουργεί περισσότερο ως μύηση παρά ως προειδοποίηση προς τους περίεργους.

Παρ’ όλα αυτά, η δυσκολία αυτών των κειμένων μπορεί να γεμίσει με τρόμο τους νέους αναγνώστες, αλλά ο τρόμος δεν είναι το μόνο που μπορεί να βρει κανείς στο «έξω» αυτού ή οποιουδήποτε άλλου έργου του Φίσερ. Πράγματι, το Αλλόκοτο και το απόκοσμο λειτουργεί ως μια εργαλειοθήκη για την εμπλοκή με την ιδιόμορφη φύση της σημερινής μας στιγμής.

Ο κόσμος μας είναι παράξενος και ανοίκειος, αλλόκοτος και απόκοσμος, αλλά εναρμονιζόμενοι με τα φαινομενικά ακατανόητα στρατηγήματά του, μπορούμε να βρούμε μονοπάτια που θα μας οδηγούν έξω από τη δομή της πραγματικότητας η οποία μας παρουσιάζεται ως κοινή λογική. Μπορούμε να αρχίσουμε να βρίσκουμε δρόμους που οδηγούν πέρα από τον καπιταλιστικό ρεαλισμό, δρόμους ήδη παρόντες σε αμέτρητα παραδείγματα της
ποπ κουλτούρας, όπου περιγράφονται τα πρώτα βήματα που θα έπρεπε να κάνουμε προς αυτήν την κατεύθυνση, και απ’ όπου μπορούμε να αντλήσουμε μια βαθιά πολιτική αυτοπεποίθηση που τόσο έχουμε στερηθεί.

Matt Colquhoun


Σημειώσεις:

1 . Aaron Bastani, «Is This the Most Important Book So Far This Century?», Novara Media, 13.1.2023.

2 . Mark Fisher, Capitalist Realism: Is There No Alternative? Zer0 Books, Λονδίνο 2009, σ. 2 [ελλ. έκδοση:
Καπιταλιστικός ρεαλισμός. Υπάρχει άραγε εναλλακτική;, μτφρ. Θέμης Πανταζάκος-Γιάννης Γαλιάτσος, Futura,
Αθήνα 2015, σ. 7].

3 . Mark Fisher, «Fans, Vampires, Trolls, Masters», k-punk, 12.6.2009.

4 . Sigmund Freud, New Introductory Lectures on Psychoanalysis, μτφρ. James Strachey, επιμ. James
Strachey και Angela Richards, Penguin Books, The Pelican Freud Library, τόμ. 2, Λονδίνο 1973, σ. 215.

5 . Βλ. Mark Fisher, «Acid Communism (Unfinished Introduction)», στο K-Punk: The Collected and Unpublished
Writings of Mark Fisher (2004-2016), Repeater Books, Λονδίνο 2018, σ. 753-770.

6 . Ο Φίσερ κατέγραφε συχνά τις σημειώσεις του από τις διαλέξεις αυτές και τις δημοσίευε στο μπλογκ του. Βλ. για
παράδειγμα: «Why are you so afraid of class?», k-punk, 26.5.2006.

7 . Mark Fisher, «I put my finger on the weird», k-punk, 29.11.2007. Εδώ ο Φίσερ παραθέτει το μυθιστόρημα του
Χέρμαν Μέλβιλ Μόμπι Ντικ ή Η Φάλαινα (1851), όπου ο καπετάνιος Αχαάβ προλαμβάνοντας κατά μερικές δεκαετίες
τη θεωρία του Φρόυντ, επερωτά άμεσα τις ασυνείδητες επιθυμίες του, την ίδια την εμπρόθετη δράση του και κυρίως, την παράδοξη εμμονή του με τη φάλαινα που διαρκώς του ξεφεύγει: «Τι είναι αυτό, ποιο είναι αυτό το ακατανόμαστο, σκοτεινό και μυστήριο πράγμα· ποιος είναι εκείνος ο απατηλός, κρυμμένος δυνάστης, εκείνος ο άκαρδος και άσπλαχνος μονάρχης που με προστάζει· ώστε, ενάντια σε κάθε φυσική επιθυμία και πόθο, να πιέζω, να στριμώχνω και να συνθλίβω τον εαυτό μου έτσι, διαρκώς· και αψηφώντας τον κίνδυνο να είμαι έτοιμος να κάνω ό,τι, στο βάθος της φυσικής μου καρδιάς, δεν θα τολμούσα όπως τολμώ αυτή τη στιγμή;

Είναι ο Αχαάβ, ο Αχαάβ; Είμαι εγώ, ο Θεός ή κάποιος άλλος που σηκώνει τούτο το χέρι; Αν όμως ο επιβλητικός ήλιος δεν κινείται από μόνος του· αλλά είναι απλά ένα παιδί που κάνει θελήματα στον ουρανό· κι αν ούτε ένα άστρο δεν ακολουθεί την τροχιά του παρά από κάποια αόρατη δύναμη και μόνο· πώς μπορεί τότε, τούτη δω η μικρή καρδιά να χτυπάει· αυτός εδώ ο μικρός εγκέφαλος να στοχάζεται· εκτός αν ο Θεός προκαλεί αυτούς τους χτύπους, προκαλεί αυτές τις σκέψεις, δίνει αυτή τη ζωή και όχι εγώ. Ο ουρανός, φίλε μου, είναι αυτός που μας κάνει να στριφογυρίζουμε διαρκώς σ’ αυτό τον κόσμο, όπως αυτό εκειδά το
μανουβέλο – κι η Μοίρα είναι απλώς η μανιβέλα» [μτφρ. Α. Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg, Αθήνα 2006, σ. 858-859]

8 . Sigmund Freud, Introductory Lectures on Psychoanalysis, μτφρ. James Strachey, επιμ. James
Strachey και Angela Richards, Penguin Books, The Pelican Freud Library, τόμ. 1, Λονδίνο 1973, σ. 326.

9 . H. P. Lovecraft, «The Call of Cthulhu», στο The Call of Cthulhu and Other Weird Stories, επιμ. S. T. Joshi, Penguin Books, Λονδίνο 2002, σ. 139 [ελλ. έκδοση: Το κάλεσμα του Κθούλου, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Δώμα, Αθήνα 2022, σ. 13-14].

10 . Mark Fisher, «Lovecraft and the Weird: Part II», k-punk, 25.5.2007.

11 . Mark Fisher, «Weird/ Psychoanalysis», k-punk, 17.12.2007.
12 . Ό.π.

13 . Mark Fisher, «Spectres of Revolution», k-punk, 17.1.2010.

14 . Graham Harman, Weird Realism: Lovecraft and Philosophy, Zer0 Books, Λονδίνο 2012, σ. 1.

15 . Ό.π., σ. 3.

16 . Βλ. Mark Fisher, «Weird Realism», k-punk, 19.2.2007.

17 . M. Fisher, «I put my finger on the weird», ό.π.

18 . Joshua Ramey, The Hermetic Deleuze: Philosophy and Spiritual Ordeal, Duke University Press, Ντάραμ και
Λονδίνο 2012, σ. 2.

19 . Gilles Deleuze, Logic of Sense, μτφρ. Constantin V. Boundas, Mark Lester και Charles J. Stivale, Bloomsbury Revelations, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2015, σ. xi [ελλ. έκδοση: Η λογική του νοήματος, μτφρ. Κωνσταντίνος Β. Μπουντάς, Εκκρεμές, Αθήνα 2021, σ. 45].

20 . Ό.π., σ. 2 [199].

21 . Λέγεται ότι ο Λακάν ήταν ένθερμος αναγνώστης της Λογικής του νοήματος του Ντελέζ και εντόπιζε την επιρροή
του σε διάφορα σημεία των αναλύσεων του έργου.

22 . Jacques Lacan, Écrits, μτφρ. Bruce Fink, W.W. Norton & Company, Νέα Υόρκη και Λονδίνο 2006, σ. 6.

23 . Μ. Fisher, Capitalist Realism, ό.π., σ. 18 [31-32].

24 . J. Lacan, Écrits, ό.π., σ. 7. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ο Λακάν διατυπώνει τη θέση αυτή σε ένα σεμινάριο
με θέμα όχι τον Λάβκραφτ, αλλά τον εξίσου αλλόκοτο προκάτοχό του, τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε – και συγκεκριμένα το διήγημά του «Το κλεμμένο γράμμα».

25 . Mark Fisher, «Left hyperstition 1: The Fictions of Capital», k-punk, 28.11.2005. Την ανάλυση του Λακάν για
τη συγκεκριμένη διατύπωση βλ. στο Jacques Lacan, The Ethics of Psychoanalysis: The Seminar of Jacques Lacan, Book VII, Routledge Classics, Λονδίνο 2007.

26 . Βλ. Mark Fisher, Flatline Constructs: Gothic Materialism and Cybernetic Theory-Fiction, Exmilitary
Press, Νέα Υόρκη 2018.

27 . CCRU, «Glossary», στο Writings 1997-2003, Urbanomic, Φολ­­­μάουθ 2017.

28 . M. Fisher, «Left hyperstition 1: The Fictions of Capital», ό.π.

29 . Βλ. Mark Fisher, Postcapitalist Desire: The Final Lectures, επιμ. Matt Colquhoun, Repeater Books, Λονδίνο
2021.

30 . M. Fisher, «Left hyperstition 1: The Fictions of Capital», ό.π.

31 . Mark Fisher, «Left hyperstition 2: Be Unrealistic, Change What’s Possible», k-punk, 29.11.2009.