Μουσική στο κατώφλι της Προφητείας
Δεν θα γράψουμε εδώ ένα άρθρο ακόμα για την μουσική οικουμενικότητα των Joy Division, ούτε περί της σύγκρισης του Unknown Pleasures με το Closer ,ούτε για την ιδιοφυΐα ή μη του Ian Curtis, τον ταραγμένο ή όχι ψυχικό κόσμο του, τις φιλοσοφικές ή και ιδεολογικές του εμμονές.Τα έχουν ήδη αναλύσει εξαιρετικά οι πάσης φύσεως κριτικοί τέχνης, μουσικολόγοι, κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι,δεξιοί και αριστεροί, εντός εκτός Ελλάδας για δεκαετίες έως και τις μέρες μας.
Εδώ γράφουμε γιατί ένα μόνο κομμάτι, ένα θραύσμα δηλαδή από το όλον μουσικό σύμπαν αυτού του τεράστιου συγκροτήματος μπορεί να εισάγει τον ακροατή σε μια ξεκάθαρα μετά-μουσική κατάσταση αναστοχασμού για την αντίληψη του χρόνου,της φθοράς,της πίστης και της τραγωδίας της ανθρώπινης περατότητας. Διαλέγοντας ως ιδανικό για μια τέτοια πνευματική διέλευση μετά μουσικής το τραγούδι Decades αναζητάμε κάτι από αυτό που ο Ζιλ Ντελέζ εννοούσε όταν έλεγε πως η Λογοτεχνία μπορεί να μας πει πιο σοβαρά πράγματα περί Φιλοσοφίας ακόμα και από την ίδια την Φιλοσοφία.
Εδώ στην θέση της Λογοτεχνίας τοποθετούμε την Μουσική και απαντούμε καταφατικά πως όντως οποιαδήποτε Τέχνη που ενδιαφέρεται να αναμετρηθεί με την ανθρώπινη κατάσταση φιλοσοφεί και μάλιστα φιλοσοφεί δίχως τους περιορισμούς,τους υποκειμενισμούς και τον αυτοαναφορικό γλωσσικό μηχανισμό της Φιλοσοφίας.
Στην περίπτωση του συγκεκριμένου τραγουδιού των Joy Division,κατά την γνώμη μας όχι απλά πραγματοποιείται μια τέτοια μετατόπιση της Φιλοσοφίας από μια γνήσια Ποίηση υψηλού επιπέδου αλλά,πέραν της μουσικής επένδυσης που δίνει ένα απίστευτο εσωτερικό βάθος στην περιήγηση των λέξεων του Ian Curtis,ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα σπάραγμα ωδή στην Μεταβατική συνείδηση του ανθρώπου προς το τέλος του μα και προς τις απαρχές του.
Here are the young men, the weight on their shoulders
Here are the young men, well where have they been?
We knocked on the doors of Hell’s darker chamber
Pushed to the limit, we dragged ourselves in
Watched from the wings as the scenes were replaying
We saw ourselves now as we never had seen
Portrayal of the trauma and degeneration
The sorrows we suffered and never were free
Where have they been?
Where have they been?
Where have they been?
Where have they been?
Weary inside, now our heart’s lost forever
Can’t replace the fear, or the thrill of the chase
Each ritual showed up the door for our wanderings
Open then shut, then slammed in our face
Where have they been?
Where have they been?
Where have they been?
Where have they been?
Στο Decades οι νέοι,το υποκείμενο της νιότης γίνεται αντικείμενο μιας κατασκότεινης τελετής,μιας εργασίας εντός της κόλασης που για αυτούς τους νέους,για αυτούς που θα είναι πάντα νέοι σε κάθε μέλλοντα χρόνο,για εκείνους που υπήρξαν νέοι στο οποιο παρελθόν τους,είναι μια κόλαση εσωτερικά εποπτευόμενη,ατελείωτα επαναλαμβανόμενη ,πλήρως συνειδητοποιημένη εμπειρία του τραύματος και του εκφυλισμού.

Τα βάρη στους ώμους μιας νιότης που δεν αντέχει να σηκώσει την ύπαρξη της,ενώ από ψηλά παρακολουθεί τον εαυτό της να σέρνεται άκαρδος μέσα στο έρεβος, είναι τα βάρη μιας ιστορικής αλυσίδας για όσα απέτυχαν οι προηγούμενοι,οι γονείς,οι πατριάρχες της καθε παράδοσης,όσοι ήταν απλώς πιο ικανοί να ντύνουν με μεταφυσικά στολίδια την δήθεν φοβερή τους συνεισφορά στο ανθρώπινο Δράμα.Εδώ στους στίχους αυτούς ο Curtis αγγίζει την προφητεία.
Κηρύττει τον ερχομό της παντοτινής αυτοσυνείδησης κάθε νέας γενιάς από την εποχή του και μετά,την αυτοσυνείδηση της φθοράς,της παρακμής και της εγκατάλειψης σε μια βασανιστική ερώτηση : Που ήταν; Ήταν άραγε ποτέ αυτό που ο χρόνος τους έφερε να αποδείξουν;Οι νέοι,οι πιο ζωντανοί,αυτοί που νίκησαν τα όρια του παλιού πολιτισμού; Ήταν ποτε νέοι; Ήταν ποτέ στα αλήθεια ζωντανοί ;
Στο Decades το βάρος του χρόνου δεν τσακίζει μόνο την προσωπικότητα του αυτόχειρα τροβαδούρου από το Μάντσεστερ,είναι κυρίως ένα βάρος που αφορά κάθε γενιά από το τέλος του Β´ Παγκόσμιου και μετά. Κάθε νέα γενιά του μεταμοντέρνου κόσμου συνομιλεί με το αφόρητο ενεργειακό απόθεμα της εποχής που θάφτηκε μαζί με τα ερείπια των οσων ηττήθηκαν αλλά και όσων νίκησαν χτίζοντας ένα κόσμο σπαρακτικά αδιάφορο,χυδαία εμπορικό και πλήρως απομαγεμένο.

Η μουσική δίνει το πρόσωπο της στην προφητεία , γίνεται η μάσκα της για να μπορέσει να ταράξει χωρίς να τρομάξει,να βυθίσει χωρίς να πνίξει, να προβλέψει χωρίς να αποκλείσει. Οι Joy Division δεν ενδιαφέρονται για καμία επιστροφή, ούτε αναπολούν καμία δεσποτική ιδέα σωτηρία. Συνομιλούν ως νεκροί με τους νεκρούς της εποχής τους και του μέλλοντος, νεκροί που ξέρουν απόλυτα πως είναι τύποις ζωντανοί , συνομιλούν με σκοπό να αφυπνίσουν, να ζητήσουν ίσως από τους επόμενους νέους ανθρώπους να αναζητήσουν το τέλος των φορτίων, το τέλος της ευθύνης προς τους άλλους, το τέλος της κόλασης, επιστρέφοντας στην ζωή και την ύπαρξη ως όντα πέραν της αρχής και του τέλους, πέραν της θλίψης και της χαράς, πέραν του τραύματος και του εκφυλισμού.
Η συγκλονιστική αλήθεια αυτού του τραγουδιού παραμένει να είναι ένας ύμνος για την ελευθερία στην Πτώση και στην Αποκατάσταση του ατόμου σε αυτό που το ίδιο ορίζει ως Πρώτο Παράδεισο του. Που ήταν ; Που είμασταν; Αν ποτέ είμασταν. Ο Ian Curtis μοιάζει να βασανίζεται ακόμα και από την σκέψη πως αυτός , η γενιά του και κάθε γενιά μετά από αυτόν δεν θα μπορεί καν να ονειρεύεται ένα πρότερο Παράδεισο, γιατί η Πτώση θα μοιάζει ως η φυσική αιτία και το τέλος παράλληλα κάθε ζωής. Χωρίς να ηθικολογεί για την πιθανότητα του τέλους της μνήμης του απωλεσθέντος παραδείσου,δεν διστάζει αυτό το φοβερό θραύσμα να παίρνει το ρόλο μιας ιερής φωνής ανάκλησης που δεν σταματάει να φωνάζει ψάχνοντας μες στο σκοτάδι : Where have they been ?
