Η αυτοκτονία της ηδονής ως απόλαυση
“Όμως μέσα από την σεξουαλική απελευθέρωση, η σεξουαλικότητα δεν κατάφερε παρά να αυτονομηθεί ως αδιάφορη κυκλοφορία των σημείων του σεξ. Αν σήμερα βρισκόμαστε σε μια μεταβατική φάση προς μια δια-σεξουαλική κατάσταση, αυτή δεν έχει καμία σχέση με μια επαναστατική αλλαγή της ζωής από το σεξ. Αντίθετα έχει απόλυτη σχέση με μια σύγχυση και έναν αδιάκριτο σεξουαλικό συμφυρμο που οδηγούν στην δυνητική αδιαφορία για το σεξ.” Jean Baudrillard, Η Διαφάνεια του Κακού, Κεφ. “Μετά το Όργιο”.
Αναμφίβολα στο παραπάνω απόσπασμα υπάρχει μια έντονη πουριτανική διάθεση ολίγον από αριστερισμό του Γαλλικού Μάη, ετεροχρονισμένα απαισιόδοξου για την εξέλιξη των σεξουαλικών σχέσεων στον Δυτικό κόσμο.
Όμως κατά ένα περίεργο τρόπο ο σκηνοθέτης Lars Von Trier επέλεξε πριν μια δεκαετία να κλείσει την Τριλογία της Κατάθλιψης, με ένα έργο του ( σε δύο μέρη) που μοιάζει να συμφωνεί με τα παραπάνω λόγια του Jean Baudrillard, ήδη δημοσιευμένα από τα τέλη του ’80. Μετά τον ” Αντίχριστο” και την “Μελαγχολία” την σφραγίδα της Κατάθλιψης κλείνει το Nymphomaniac. Είπαμε να του κάνουμε γενέθλια λοιπόν γράφοντας για την ταινία αυτή ως αποτύπωμα μιας νέας εποχής αλλά και ως καλλιτεχνικό ορόσημο για μια θεωρία της κρίσης της ηδονής στην οργιαστική μετανεωτερικότητα.

Η ταινία σαν ταινία αναλύθηκε. Σήμερα αξίζει να συζητήσουμε γιατί αυτή η ταινία έγινε ένα σημείο αναφοράς τα τελευταία χρόνια όχι μόνο για μια σειρά από άλλους δημιουργούς που επηρεάστηκαν κ μεταφέρουν με παραλλαγές την θεματική της στα έργα τους, αλλά και για εκατομμύρια θεατών που ταυτίστηκαν μαζί της. Η ταύτιση είναι η απόδειξη μιας συνομιλίας που κατάφερε να ξεκινήσει το Nymphomaniac για την ελευθερία των απολαύσεων στον σημερινό κόσμο αλλά και για τον κορεσμό τους.
Αυτό που χωρίς υπερβολή είναι το mindfuck της ταινίας, η εθιστική της εξουσία πάνω μας, είναι η απεικόνιση της συνύπαρξης ενός τόσο απωθημένου πειραματισμού με την συνειδητοποίηση μιας δραματικής μοναξιάς. Ναι, απολύτως καταφατικά δέκα χρόνια μετά, βλέποντας και ξανα-βλέποντας αυτό το έργο κατανοούμε γιατί αποτελεί την Τριαδική ολοκλήρωση αυτού του μεγάλου σκηνοθέτη. Μέσα του συνυπάρχουν ο Αντίχριστος και η Μελαγχολία, αλλά εδώ το Άγιο πνεύμα έρχεται από την εμπειρία μιας γυναίκας που όσο τολμάει και απελευθερώνεται άλλο τόσο βυθίζεται τραγικά στο τέλος της ηδονής.

Η ταινία δεν είναι μόνο μια εισαγωγή στην έκρηξη μιας νέας γυναικείας χειραφέτησης στο πεδίο του Συμβολικού. Κυρίως επιτρέπει μια διαχρονική συναλλαγή μας με ένα βίωμα που αυτοκτονεί την ηδονή ως απόλαυση, με παροξυσμό, με πλήρη συνείδηση της ανάγκης για δολοφονία της αγάπης προς όφελος του Οργίου και στο τέλος με πλήρη συνείδηση της αναμενόμενης κατάθλιψης που περιμένει κάθε μορφή κατανάλωσης. Στο τέλος ουσιαστικά ότι απομένει είναι η αγάπη της κατάθλιψης, η αγκαλιά με την εξαντλημένη μας μοναξιά, μέχρι να πάρουμε δυνάμεις μαζί με τους δαίμονες μας να πέσουμε με μανία στην αρένα των νέων αυτο- καταστροφών.
Αυτή είναι η μια ερμηνεία. Η άλλη αφορά την Ορφική, Διονυσιακή σχεδόν μυητική χρήση της λίμπιντο-επιτάχυνσης ως ύστατης επιλογής αυτο-απόκρυψης της ατομικότητας στην σημερινή καταναλωτική κοινωνική ομοιομορφία. Το Nymphomaniac υποδαυλίζει ένα αιρετικό ερωτισμό που γνωρίζει ότι απαρνείται την ηδονή ως προβλεπόμενη τάξη απολαύσεων ώστε να την μετατρέψει σε μια ολοκληρωτικά ατομική εμπειρία αντισυμβατικής αυτογνωσίας.
Αυτό το εκκρεμές ανάμεσα στην υπενθύμιση της κατάθλιψης της υπερκαταναλωτικης σεξουαλικότητας μας και της παρανοϊκής πορνογραφίας του εαυτού μας, είναι η απόδειξη γιατί αυτό το φιλμ έδειξε μια αλήθεια της εποχής μας και υπέδειξε και χρήσεις αυτής της αλήθειας ταυτόχρονα. Για τον λόγο αυτό παραμένουμε εθισμένοι δέκα χρόνια μετά, αναζητώντας μέσα από την Μελαγχολία όχι τον Αντίχριστο, ούτε την παράταση της Κατάθλιψης αλλά μια Ιερή μανία να μας εξαϋλώσει από την λούπα μια ζωής εγκλωβισμένης στο προκάτ Όργιο.